H Δύση αντιμετωπίζει μια πολύ μεγάλη κρίση ηγεσίας. Δεν το
γράφω για παρηγοριά στα δικά μας χάλια. Βλέπω, όμως, τι συμβαίνει ταυτόχρονα
στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα έχει αναδείξει κατά
καιρούς ακραίους, γραφικούς, ακόμη και «νούμερα» στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Αλλά υπήρχε πάντοτε η αίσθηση ότι στο τέλος της ημέρας θα επερχόταν μια
ισορροπία και ότι ποτέ δεν θα βρισκόταν στο τιμόνι της υπερδύναμης κάποιος πολύ
ακραίος ή σχεδόν «παλαβός». Τώρα έχουμε τον Ντόναλντ Τραμπ να είναι το φαβορί
για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ακολουθούμενο από δύο ακραίους
πολιτικούς που μοιάζουν λογικοί εξ ανάγκης. Στην άλλη όχθη έχουμε τον
γερουσιαστή Σάντερς, ο οποίος εκφράζει μια ριζοσπαστική αμφισβήτηση του
κατεστημένου της Ουάσιγκτον και έχει αναδειχθεί σε σκληρό αντίπαλο της Χίλαρι
Κλίντον.
Η
υποψηφιότητα Τραμπ αποτελεί ένα πολύ σημαντικό φαινόμενο. Οσο πιο ακραίος,
προκλητικός και ανακριβής γίνεται, τόσο πιο δημοφιλής καθίσταται σε ειδικές
κατηγορίες κοινού. Οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» και τα τηλεοπτικά δίκτυα τον ελέγχουν
για τα χοντρά ψέματα που λέει, αλλά κανείς δεν ενδιαφέρεται. Εχει εκφράσει με
τον πιο αποτελεσματικό τρόπο ένα βαθύ, αντισυστημικό ρεύμα που εκδηλώνεται με
πρωτοφανή τρόπο. Θύμα του εν λόγω ρεύματος, ο υιός Μπους, ο οποίος πλήρωσε το
γεγονός ότι προέρχεται από μια πολιτική δυναστεία και ήταν κομμάτι του παλαιού
κατεστημένου.
Ρωτούν ορισμένοι: «Μα υπάρχει περίπτωση να βγει πράγματι ο Τραμπ πρόεδρος;». Οι
ειδήμονες το αποκλείουν, διότι πιστεύουν, ακόμη, ότι υπάρχει κάποιο αόρατο ή
ορατό κατεστημένο στην Ουάσιγκτον και στη Γουόλ Στριτ που θα τον σταματήσει.
Χάνουν την ουσία του φαινομένου. Η ισχύς του εν λόγω κατεστημένου έχει μειωθεί
δραματικά και ό,τι αγκαλιάζει γίνεται περίπου τοξικό.
Πώς
φτάσαμε ώς εδώ; Η αμερικανική μεσαία τάξη έχει από καιρό νιώσει ότι
στριμώχνεται και χάνει κεκτημένα που τα θεωρούσε δεδομένα. Τα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης ήλθαν σε αυτή τη συγκυρία και έχουν δημιουργήσει μια αίσθηση
χειραφέτησης της κοινής γνώμης από τα παραδοσιακά κέντρα ενημέρωσης. Πνίγουν,
όμως, το Κέντρο και τις φωνές της λογικής και της μετριοπάθειας. Ο διάλογος στο
Διαδίκτυο καθιστά κάθε συζήτηση «ποδοσφαιρική», αν όχι χουλιγκανική. Δεν είναι
τυχαίο ότι ο Τραμπ κερδίζει κάθε φορά που υιοθετεί μια νέα θεωρία συνωμοσίας.
Το βλέπει, το ξέρει και δεν σταματάει πουθενά.
Ολοένα και
περισσότεροι Αμερικανοί αναλυτές βλέπουν πολλές ομοιότητες με τα όσα συμβαίνουν
στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό. Ισχυροί, λογικοί ηγέτες δεν υπάρχουν και γι’
αυτό η Ευρώπη πελαγοδρομεί.
Αντίθετα,
αναδεικνύονται ισχυροί ηγέτες, που εκφράζουν, όμως, τον εθνικισμό και τον
λαϊκισμό. Χώρες σαν τη Γαλλία βιώνουν έλλειμμα ηγεσίας και κρίσεις ταυτότητας.
Μέσα σε
όλα αυτά, η Ελλάδα είναι ο αδύναμος κρίκος, χτυπήθηκε πρώτη από την κρίση
χρέους και πληρώνει ακριβά την αδυναμία θεσμών και ηγεσίας. Το χειρότερο είναι
ότι παραδοσιακά, όταν περνούσαμε μεγάλες κρίσεις, φτάναμε κάποτε στο σημείο να
έχουμε υπεύθυνους ηγέτες που ήξεραν πού να απευθυνθούν στα ισχυρά κέντρα
αποφάσεων και με ποιον να μιλήσουν.
Σήμερα, εδώ που είμαστε, είναι πάρα πολύ
δύσκολο να ξέρεις με ποιον πρέπει να μιλήσεις όντας βέβαιος ότι θα πάρεις και
απάντηση που θα μετρήσει... Αφήστε και τον εφιάλτη: να πρέπει κάποιος Ελληνας
πρωθυπουργός να τηλεφωνήσει στον Ντόναλντ Τραμπ για να συνετίσει, σε μια
κρίσιμη στιγμή, τον Ταγίπ Ερντογάν...