Ενας χρόνος μετά τη μεγάλη στροφή του περυσινού
καλοκαιριού, ένας χρόνος με το τρίτο μνημόνιο, και το μεγάλο ερώτημα είναι εάν
η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα κινείται βάσει σχεδίου ή εάν αυτοσχεδιάζει μεταξύ
δύο αμείλικτων σταθερών – τις απαιτήσεις των δανειστών, αφενός, και τις
ιδεοληψίες στελεχών του αριστερού περιθωρίου, αφετέρου. Με τα έως τώρα δεδομένα
είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ποια από τις δύο εκδοχές ισχύει και ποια θα
επιφέρει τη μεγαλύτερη ζημιά στη χώρα.
Σίγουρο είναι ότι ο αυτοσχεδιασμός βρίσκεται στη βάση της πολιτικής του κ. Τσίπρα, από τη στιγμή που πριν από ένα χρόνο αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία και να καταπιεί όσα διακήρυττε έως τότε. Κάτι που θα ήταν αδιανόητο για τους περισσότερους πολιτικούς του κόσμου, όμως, επιτεύχθηκε χωρίς ο κ. Τσίπρας να υποστεί κόστος στις επόμενες εκλογές, επειδή στην Ελλάδα εδώ και πολύ καιρό η απόσταση μεταξύ λόγου και πράξεων είναι μεγάλη. Ο κ. Τσίπρας μπόρεσε να πράξει τα αντίθετα απ’ όσα έλεγε και μετά να συνεχίζει να λέει όσα έλεγε πριν.
Σίγουρο είναι ότι ο αυτοσχεδιασμός βρίσκεται στη βάση της πολιτικής του κ. Τσίπρα, από τη στιγμή που πριν από ένα χρόνο αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία και να καταπιεί όσα διακήρυττε έως τότε. Κάτι που θα ήταν αδιανόητο για τους περισσότερους πολιτικούς του κόσμου, όμως, επιτεύχθηκε χωρίς ο κ. Τσίπρας να υποστεί κόστος στις επόμενες εκλογές, επειδή στην Ελλάδα εδώ και πολύ καιρό η απόσταση μεταξύ λόγου και πράξεων είναι μεγάλη. Ο κ. Τσίπρας μπόρεσε να πράξει τα αντίθετα απ’ όσα έλεγε και μετά να συνεχίζει να λέει όσα έλεγε πριν.
Μόνον
οι πιο δογματικοί –οι λιγότερο ευέλικτοι– εκ των συντρόφων του αδυνατούσαν να
αποσυνδέσουν τις πράξεις από τα λόγια και αποχώρησαν βρίζοντας. Για τα υπόλοιπα
στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, για τον κυβερνητικό εταίρο ΑΝΕΛ και για μεγάλο μέρος του
εκλογικού σώματος δεν υπήρξε τίποτα το αξιοπερίεργο, ήταν κάτι σύνηθες στο
εκλογικό παιχνίδι.
Γρήγορα, όμως, φάνηκε ότι οι εταίροι/δανειστές είχαν μάθει και αυτοί τους κανόνες της ελληνικής εκδοχής του μαγικού ρεαλισμού και ότι ανέμεναν πράξεις πριν ελευθερώσουν την επόμενη δόση του νέου δανείου, ότι δεν τους ικανοποιούσαν οι υποσχέσεις. Αυτή η «εμμονή» των δανειστών, όμως, ενέπνευσε την κυβέρνηση να τελειοποιήσει το όπλο της διπρόσωπης πολιτικής – στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές έπραττε όσο λιγότερα μπορούσε, στο εσωτερικό συνέχιζε τις υποσχέσεις σαν να μην υπήρχαν δεσμεύσεις προς τους ξένους.
Γρήγορα, όμως, φάνηκε ότι οι εταίροι/δανειστές είχαν μάθει και αυτοί τους κανόνες της ελληνικής εκδοχής του μαγικού ρεαλισμού και ότι ανέμεναν πράξεις πριν ελευθερώσουν την επόμενη δόση του νέου δανείου, ότι δεν τους ικανοποιούσαν οι υποσχέσεις. Αυτή η «εμμονή» των δανειστών, όμως, ενέπνευσε την κυβέρνηση να τελειοποιήσει το όπλο της διπρόσωπης πολιτικής – στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές έπραττε όσο λιγότερα μπορούσε, στο εσωτερικό συνέχιζε τις υποσχέσεις σαν να μην υπήρχαν δεσμεύσεις προς τους ξένους.
Σε
περιπτώσεις που ο αρμόδιος κρατικός οργανισμός προχώρησε προς την
ιδιωτικοποίηση δημόσιας περιουσίας, υπουργοί έκαναν (και κάνουν) τα πάντα να
ακυρώσουν τη συμφωνία. Αυτή η «ελευθερία» κινήσεων οδήγησε και στο παιδαριώδες
ατόπημα όπου υπουργός κατέθεσε στη Βουλή για επικύρωση άλλη σύμβαση απ’ αυτήν
που είχε ήδη υπογραφεί με ξένη εταιρεία.
Μέσα σε κλίμα προχειρότητας και αυτοσχεδιασμού η κυβέρνηση κέρδιζε χρόνο. Οσο καθυστερούσε να έρθει σε συμφωνία με τους δανειστές, από τη μια η χώρα έμενε εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, ενώ από την άλλη οι πολίτες δεν αντιμετώπιζαν αμέσως τις επιπτώσεις των μνημονιακών δεσμεύσεων. Και ενώ η προσοχή των πολιτών συγκεντρωνόταν συνεχώς σε σενάρια και σε δευτερεύοντα θέματα, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ προωθούσαν επίμονα και με μέθοδο δικούς τους ανθρώπους σε όλο τον κρατικό μηχανισμό και παράλληλα χάραζαν μια πολιτική που θα αποδυνάμωνε τους πολιτικούς αντιπάλους και το μέρος του εκλογικού σώματος που πιστεύουν ότι δεν τους ακολουθεί (τους «Μένουμε Ευρώπη», όπως το έθεσε τόσο εύγλωττα ο ταλαντούχος κύριος Κυρίτσης). Στην ιδεοληψία πολλών κομματικών στελεχών είναι λογικό να γίνεται στόχος η μεσαία τάξη, η οποία σηκώνει όλο το βάρος της κοινωνίας εδώ και χρόνια, ενώ ό,τι πιο ακραίο –όπως οι αυτοκολακευόμενοι «αναρχικοί»– να χαϊδεύεται.
Η «άλωση» του κρατικού μηχανισμού από το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα είναι δεδομένη στη χώρα μας. Στην περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όμως, υπάρχει κάτι πολύ πιο ριζικό και επικίνδυνο. Με το μανδύα του «αριστερού», του «άφθαρτου», φουσκωμένη με αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια, η κυβέρνηση προωθεί πολιτικές που γνωρίζει –και οφείλει να γνωρίζει– ότι θα είναι καταστροφικές. Η υιοθέτηση της απλής αναλογικής σε εθνικές εκλογές, όσο όμορφη και αν ηχεί, σε μια χώρα που τα κόμματα επανειλημμένως απέδειξαν ότι αδυνατούν να συνεννοηθούν δεν θα οδηγήσει σε «καλύτερα» κόμματα αλλά σε ακυβερνησία.
Μέσα σε κλίμα προχειρότητας και αυτοσχεδιασμού η κυβέρνηση κέρδιζε χρόνο. Οσο καθυστερούσε να έρθει σε συμφωνία με τους δανειστές, από τη μια η χώρα έμενε εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, ενώ από την άλλη οι πολίτες δεν αντιμετώπιζαν αμέσως τις επιπτώσεις των μνημονιακών δεσμεύσεων. Και ενώ η προσοχή των πολιτών συγκεντρωνόταν συνεχώς σε σενάρια και σε δευτερεύοντα θέματα, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ προωθούσαν επίμονα και με μέθοδο δικούς τους ανθρώπους σε όλο τον κρατικό μηχανισμό και παράλληλα χάραζαν μια πολιτική που θα αποδυνάμωνε τους πολιτικούς αντιπάλους και το μέρος του εκλογικού σώματος που πιστεύουν ότι δεν τους ακολουθεί (τους «Μένουμε Ευρώπη», όπως το έθεσε τόσο εύγλωττα ο ταλαντούχος κύριος Κυρίτσης). Στην ιδεοληψία πολλών κομματικών στελεχών είναι λογικό να γίνεται στόχος η μεσαία τάξη, η οποία σηκώνει όλο το βάρος της κοινωνίας εδώ και χρόνια, ενώ ό,τι πιο ακραίο –όπως οι αυτοκολακευόμενοι «αναρχικοί»– να χαϊδεύεται.
Η «άλωση» του κρατικού μηχανισμού από το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα είναι δεδομένη στη χώρα μας. Στην περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όμως, υπάρχει κάτι πολύ πιο ριζικό και επικίνδυνο. Με το μανδύα του «αριστερού», του «άφθαρτου», φουσκωμένη με αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια, η κυβέρνηση προωθεί πολιτικές που γνωρίζει –και οφείλει να γνωρίζει– ότι θα είναι καταστροφικές. Η υιοθέτηση της απλής αναλογικής σε εθνικές εκλογές, όσο όμορφη και αν ηχεί, σε μια χώρα που τα κόμματα επανειλημμένως απέδειξαν ότι αδυνατούν να συνεννοηθούν δεν θα οδηγήσει σε «καλύτερα» κόμματα αλλά σε ακυβερνησία.
Ο κυβερνητικός έλεγχος της
ενημέρωσης –και με τις μεθόδους που επιχειρείται– παραπέμπει σε ένα μελανό παρελθόν
και προμηνύει επικίνδυνο μέλλον. Μία μία οι κυβερνητικές πράξεις συνθέτουν την
εικόνα συνειδητής υπονόμευσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας που γνωρίσαμε στη
χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Ποιος μπορεί να είναι ο στόχος, όμως;
Η ελαφρότητα με την οποία ο κ. Τσίπρας επαναλαμβάνει τη φράση του Μάο «μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση» μαρτυρεί και εφηβική επιπολαιότητα και κυνισμό για τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται. Η κατάρρευση της οικονομίας προκάλεσε δικαιολογημένη οργή με το «κατεστημένο» και επέτρεψε την προβολή υποσχέσεων με μαγικές λύσεις που αποδείχθηκαν αυταπάτες και τιμωρία «εχθρών».
Η ελαφρότητα με την οποία ο κ. Τσίπρας επαναλαμβάνει τη φράση του Μάο «μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση» μαρτυρεί και εφηβική επιπολαιότητα και κυνισμό για τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται. Η κατάρρευση της οικονομίας προκάλεσε δικαιολογημένη οργή με το «κατεστημένο» και επέτρεψε την προβολή υποσχέσεων με μαγικές λύσεις που αποδείχθηκαν αυταπάτες και τιμωρία «εχθρών».
Πέρασαν έξι
χρόνια, όμως, και είναι αδιανόητο μια κυβέρνηση να μην έχει μοναδικό στόχο την
εθνική προσπάθεια ανόρθωσης. Εάν η αναταραχή που αρέσει στον κ. Τσίπρα σημαίνει
περισσότερο διχασμό, επιλεκτική Δικαιοσύνη και συνεχή αστάθεια, ας μας πει ο
πρωθυπουργός πώς αυτό θα ωφελήσει τη χώρα και όχι μόνο το κόμμα του.