Μαθαίνω από Ευρωπαίους
συνομιλητές του Γερμανού υπουργού Οικονομικών ότι δεν έχει αλλάξει καθόλου
άποψη. Θεωρεί ότι η Ελλάδα είναι μια μη μεταρρυθμίσιμη χώρα. Συμφωνεί απολύτως
με όλους εμάς που πιστεύουμε ότι τα «τρελά» πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν
να επιτευχθούν, ότι οι φόροι είναι παράλογα ψηλοί κ.λπ., κ.λπ.
Εν συνεχεία,
επαινεί τη σημερινή κυβέρνηση για την υλοποίηση των συμφωνηθέντων, καθώς μάλιστα
πιστεύει ότι «μόνο μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε να εφαρμόσει τέτοιες
αλλαγές και μειώσεις». Προσθέτει, όμως, με τρόπο μακιαβελικό: «Εγώ τους έχω πει
ότι τους συμφέρει να φύγουν από το ευρώ. Αλλά δεν το ήθελαν και η συζήτηση αυτή
τελείωσε».
Τελείωσε πραγματικά άραγε ή μήπως
στόχος του «σοφού γέροντος» και των ισχυρών του διεθνών συμμάχων είναι να μας
οδηγήσουν στο σημείο να πούμε μόνοι μας: «Μήπως είναι καλό να ξανασκεφθούμε την
πρόταση;».
Εχω προβληματισθεί πολλές φορές
από το καλοκαίρι του 2015 έως σήμερα γύρω από αυτό το ζήτημα.
Και έχω σήμερα
την αίσθηση πως ξαναζώ το δράμα της κυβέρνησης Σαμαρά το φθινόπωρο του 2014.
Στο Μαξίμου ταλαιπωρούνται με τα ίδια ερωτήματα: «Λες να παίζουν μαζί παιχνίδι
Μέρκελ και Σόιμπλε ή θα τον “αδειάσει” η κυρία στο τέλος και θα μας δώσει κάτι
στο χρέος;», «Τι ρόλο παίζει το ΔΝΤ, θα το επηρεάσουν οι Αμερικανοί, θα μείνει
στο πρόγραμμα;», «Μα, οι Γάλλοι μάς πιέζουν να βάλουμε το ζήτημα του χρέους
επιτακτικά στο τραπέζι. Κάτι θα ξέρουν, δεν μπορεί».
Εν τω μεταξύ, ο πολιτικός χρόνος
πυκνώνει και ο ορίζοντας σιγά σιγά σκοτεινιάζει. Η απόφαση του ΣτΕ ήταν ένα
σημείο-καμπή για την κυβέρνηση. Το «άγιο δισκοπότηρο» του χρέους απομακρύνεται
από τα διψασμένα χείλη του κ. Τσίπρα και του κ. Τσακαλώτου και τη θέση του
παίρνει ένα λιγότερο πολύτιμο και σημαντικό «δισκοπότηρο», αυτό του QE.
Η οικονομία δεν πάει καλά και η
κοινωνία αρχίζει να χάνει την υπομονή της. Οι τράπεζες παραμένουν σε ένα τέλμα,
που καθιστά το επόμενο φθινόπωρο εξαιρετικά κρίσιμο και επικίνδυνο. Ο
ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος δυσκολεύει τα πράγματα.
Τι θα κάνει μπροστά σε αυτό το
σκηνικό ο πρωθυπουργός; Φοβάμαι ότι, αν δεν βλέπει φως, θα βρει σύμμαχό του τη
μιζέρια και την απελπισία και θα αλλάξει σκοπό και έναντι των εταίρων και
δανειστών και έναντι των φανταστικών και μη εσωτερικών «εχθρών».
Αυτός ο δρόμος της απελπισίας ενδέχεται να τον οδηγήσει ακόμη και σε
εκλογές, έως το τέλος του χρόνου ή, πάντως, αρκετά πριν από το φθινόπωρο του
2017. Με τον κ. Σόιμπλε να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις εξελίξεις αναρωτώμενος
αν και ποιος θα βρεθεί να αποδεχθεί, εκ των πραγμάτων, την
«προπατορική» του λύση...
ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ