Πλήρη επικράτηση των γερμανικών
θέσεων είχαμε στο Eurogroup, καθώς οι εκταμιεύσεις των δόσεων ύψους 43,7 δισ.
ευρώ προς την Ελλάδα συνδέθηκαν με νέα προαπαιτούμενα μέτρα και αποφασίσθηκε η
χορήγηση των χρημάτων μόνον όταν η Ελλάδα θα έχει κάνει «όλα της τα μαθήματα»
και πάλι υπό
αυστηρές προϋποθέσεις.
Την ίδια στιγμή το μπαλάκι για τη βιωσιμότητα του χρέους έπεσε στην ελληνική πλευρά, αφενός διότι θα πρέπει να πιάσει τους φιλόδοξους στόχους για αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ έως το 2022 (!), αφετέρου διότι καλείται να φέρει εις πέρας το έργο της επαναγοράς χρέους από τη δευτερογενή αγορά, κάτι που το ΔΝΤ έθεσε ως προαπαιτούμενο για να εκταμιεύσει το δικό του κομμάτι της χρηματοδότησης.
Η Ελλάδα θα λάβει 43,7 δισ. ευρώ σε τρεις δόσεις με την πρώτη εξ αυτών (34,4 δισ. ευρώ) έως τις 13 Δεκεμβρίου και με την προϋπόθεση ότι ενδιάμεσα θα έχει ολοκληρώσει την τεχνική προετοιμασία για την επαναγορά χρέους και τη φορολογική μεταρρύθμιση.
Εξ' αυτών, 10,6 δισ. ευρώ θα πάνε για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού και 23,8 δισ. ευρώ θα αφορούν σε ομόλογα του EFSF, που προορίζονται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Τα υπόλοιπα 9,3 δισ. ευρώ θα δοθούν σε δόσεις, με την προϋπόθεση ότι η Κυβέρνηση Σαμαρά θα εισαγάγει όλους τους εποπτικούς μηχανισμούς για την εκτέλεση του προγράμματος.
Ενδεικτικά, η Ελλάδα θα υποχρεώνεται να προχωρά σε περαιτέρω περικοπές του προϋπολογισμού για να καλύψει οποιαδήποτε ανεπάρκεια στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, ώστε να επανέρχεται το πρόγραμμα ξανά εντός τροχιάς. Έτσι, θα προβλέπεται αυτόματη αύξηση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα κατά 50%, στην περίπτωση που υπάρχει έλλειμμα στα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις.
Ακόμη, η Ελλάδα θα πρέπει να ενισχύσει το διαχωρισμένο λογαριασμό για την εξυπηρέτηση του χρέους και να μεταφέρει όλα τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις, τα στοχευμένα πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς και το 30% του πλεονάζοντος πρωτογενούς στο συγκεκριμένο λογαριασμό, για να καλύψει τις πληρωμές για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Αλλά και ο στόχος για χρέος στο 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020, με σημαντικά μέτρα εκ των προτέρων μείωσης του χρέους κατά 20% του ΑΕΠ και η προβολή για χρέος κάτω από 110% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, εξαρτάται από την πλήρη εφαρμογή του προγράμματος από την Ελλάδα και σε αυτή πέφτει το βάρος.
Το πρώτο κρίσιμο τεστ αφορά στο πρόγραμμα επαναγοράς χρέους, το οποίο θα πρέπει να αποκρυσταλλωθεί μέσα σε 3 εβδομάδες και κατά το οποίο η οποιαδήποτε προσφορά ή τιμή ανταλλαγής δεν θα είναι υψηλότερες από αυτές στο κλείσιμο της Παρασκευής, 23 Νοεμβρίου 2012 (34.40 η τιμή του δεκαετούς).
Με πρόχειρους υπολογισμούς, το πρόγραμμα επαναγοράς συνίσταται στην απόσυρση καθαρού χρέους 14,7 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, η κυβέρνηση - με δάνειο 10 δισ. ευρώ από τον EFSF - θα επαναγοράσει ομόλογα ονομαστικής αξίας 12,9 δισ. ευρώ, που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες, ομόλογα ονομαστικής αξίας 14,2 δισ. ευρώ, που διατεθούν ασφαλιστικά ταμεία και φορείς, και 890 εκατ. ευρώ θα δοθούν για επαναγορά ομολόγων από ιδιώτες.
Έτσι, θα δοθεί δάνειο 10 δισ. ευρώ από τον EFSF, που - με τους τόκους σε βάθος 15ετίας - θα ανέλθει στο 13,3 δισ. ευρώ και θα αποσυρθεί συνολικά χρέος 28 δισ. ευρώ.
Με τον τρόπο αυτό, ικανοποιείται και η προϋπόθεση, που έθεσε το ΔΝΤ για εμπροσθοβαρή απόσυρση χρέους, ύψους 40 δισ. ευρώ ή 20% του ΑΕΠ.
Την ίδια στιγμή το μπαλάκι για τη βιωσιμότητα του χρέους έπεσε στην ελληνική πλευρά, αφενός διότι θα πρέπει να πιάσει τους φιλόδοξους στόχους για αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ έως το 2022 (!), αφετέρου διότι καλείται να φέρει εις πέρας το έργο της επαναγοράς χρέους από τη δευτερογενή αγορά, κάτι που το ΔΝΤ έθεσε ως προαπαιτούμενο για να εκταμιεύσει το δικό του κομμάτι της χρηματοδότησης.
Η Ελλάδα θα λάβει 43,7 δισ. ευρώ σε τρεις δόσεις με την πρώτη εξ αυτών (34,4 δισ. ευρώ) έως τις 13 Δεκεμβρίου και με την προϋπόθεση ότι ενδιάμεσα θα έχει ολοκληρώσει την τεχνική προετοιμασία για την επαναγορά χρέους και τη φορολογική μεταρρύθμιση.
Εξ' αυτών, 10,6 δισ. ευρώ θα πάνε για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού και 23,8 δισ. ευρώ θα αφορούν σε ομόλογα του EFSF, που προορίζονται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Τα υπόλοιπα 9,3 δισ. ευρώ θα δοθούν σε δόσεις, με την προϋπόθεση ότι η Κυβέρνηση Σαμαρά θα εισαγάγει όλους τους εποπτικούς μηχανισμούς για την εκτέλεση του προγράμματος.
Ενδεικτικά, η Ελλάδα θα υποχρεώνεται να προχωρά σε περαιτέρω περικοπές του προϋπολογισμού για να καλύψει οποιαδήποτε ανεπάρκεια στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, ώστε να επανέρχεται το πρόγραμμα ξανά εντός τροχιάς. Έτσι, θα προβλέπεται αυτόματη αύξηση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα κατά 50%, στην περίπτωση που υπάρχει έλλειμμα στα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις.
Ακόμη, η Ελλάδα θα πρέπει να ενισχύσει το διαχωρισμένο λογαριασμό για την εξυπηρέτηση του χρέους και να μεταφέρει όλα τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις, τα στοχευμένα πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς και το 30% του πλεονάζοντος πρωτογενούς στο συγκεκριμένο λογαριασμό, για να καλύψει τις πληρωμές για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Αλλά και ο στόχος για χρέος στο 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020, με σημαντικά μέτρα εκ των προτέρων μείωσης του χρέους κατά 20% του ΑΕΠ και η προβολή για χρέος κάτω από 110% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, εξαρτάται από την πλήρη εφαρμογή του προγράμματος από την Ελλάδα και σε αυτή πέφτει το βάρος.
Το πρώτο κρίσιμο τεστ αφορά στο πρόγραμμα επαναγοράς χρέους, το οποίο θα πρέπει να αποκρυσταλλωθεί μέσα σε 3 εβδομάδες και κατά το οποίο η οποιαδήποτε προσφορά ή τιμή ανταλλαγής δεν θα είναι υψηλότερες από αυτές στο κλείσιμο της Παρασκευής, 23 Νοεμβρίου 2012 (34.40 η τιμή του δεκαετούς).
Με πρόχειρους υπολογισμούς, το πρόγραμμα επαναγοράς συνίσταται στην απόσυρση καθαρού χρέους 14,7 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, η κυβέρνηση - με δάνειο 10 δισ. ευρώ από τον EFSF - θα επαναγοράσει ομόλογα ονομαστικής αξίας 12,9 δισ. ευρώ, που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες, ομόλογα ονομαστικής αξίας 14,2 δισ. ευρώ, που διατεθούν ασφαλιστικά ταμεία και φορείς, και 890 εκατ. ευρώ θα δοθούν για επαναγορά ομολόγων από ιδιώτες.
Έτσι, θα δοθεί δάνειο 10 δισ. ευρώ από τον EFSF, που - με τους τόκους σε βάθος 15ετίας - θα ανέλθει στο 13,3 δισ. ευρώ και θα αποσυρθεί συνολικά χρέος 28 δισ. ευρώ.
Με τον τρόπο αυτό, ικανοποιείται και η προϋπόθεση, που έθεσε το ΔΝΤ για εμπροσθοβαρή απόσυρση χρέους, ύψους 40 δισ. ευρώ ή 20% του ΑΕΠ.