Μια στιγμιαία αντίδραση ήταν. Κάθε άλλο παρά προσχεδιασμένη ή
μελετημένη. Ενστικτωδώς επέλεξε ο ποδοσφαιριστής της Μπαρτσελόνα ν' «απαντήσει»
στην καθιερωμένη ρατσιστική πρόκληση μ΄ έναν απλό αλλά αφοπλιστικό τρόπο.
Σήκωσε την μπανάνα, την καθάρισε, έφαγε ένα κομμάτι και πέταξε την υπόλοιπη.
Μέσα στα λιγοστά αυτά δευτερόλεπτα γεννήθηκε ένας αντιρατσιστικός συμβολισμός
που σίγουρα διεκδικεί τα εύσημα του ευρηματικότερου και αποτελεσματικότερου.
Η αποδοχή του είναι πρωτοφανής. Μέσα σε δύο μόνο
εικοσιτετράωρα έχει απλωθεί σ' όλο τον κόσμο και έχει υιοθετηθεί όχι μόνο από
ποδοσφαιριστές και αθλητές που βιώνουν τις ρατσιστικές αθλιότητες, αλλά και από
στρατιές χιλιάδων απλών χρηστών του Διαδικτύου καθώς και προσωπικότητες όπως ο
πρόεδρος της FIFA, η πρόεδρος της Βραζιλίας και ο πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Φυσικά στην εποχή της εμπορευματοποίησης δεν θα ήταν δυνατό
ένα επικοινωνιακό γεγονός τέτοιας εμβέλειας να μη γίνει και αντικείμενο
αντιδικιών για πιθανολογούμενη οικονομική εκμετάλλευση, μια και την ιδέα του
Ντάνι Σίλβα πρόβαλε διαδικτυακά ο συμπαίκτης του, ο Νεϊμάρ, μέσω της εταιρείας
με την οποία συνεργάζεται, αλλά αυτά είναι θέματα που λίγο ενδιαφέρουν.
Ακόμη
κι αν αληθεύουν οι υποψίες, θα βρεθεί ο τρόπος να διαλυθούν τα όποια σύννεφα
προκύψουν.
Εκείνο που θα μείνει είναι η θετική πλευρά της
ιστορίας αυτής. Η βεβαιότητα ότι οι μπανάνες θα πάψουν ν΄ αποτελούν το σύμβολο
της ρατσιστικής χυδαιότητας σε γήπεδα και στάδια. Η απόδειξη ότι υπάρχει και η
διάθεση, αλλά και ο τρόπος να καταπολεμηθεί η ρατσιστική αθλιότητα. Αλλά χωρίς αυτό
να σημαίνει ότι θα εκλείψει κιόλας.
Οι οπαδοί της θα βρουν τον τρόπο ν'
ανανεώσουν το «οπλοστάσιό» τους. Απλώς οι πολιτισμένες κοινωνίες θα πρέπει να
οπλιστούν κι εκείνες με πρακτικές ανάλογης αποτελεσματικότητας όπως αυτή που
σκαρφίστηκε ο ποδοσφαιριστής της Μπαρτσελόνα.