Είχε φτάσει
μεσημέρι όταν ο Τζώνης μπήκε επιτέλους στα γραφεία της εφημερίδας. Ο Κατάλευκος
του την είχε στημένη και μόλις τον είδε, τον άρπαξε από τα μούτρα:
- «Πού μπεκρόπινες
πάλι ως τα ξημερώματα, άσωτε νεαρέ, κι έρχεσαι τέτοια ώρα στη δουλειά;».
- «Εκεί που ήμουν,
αφεντικό, το ποτό είναι τόσο ακριβό που ήταν αδύνατο να μπεκροπιώ. Δεν θα
‘φτανε ο μισθός μου».
- «Μπα; Σε κανένα
μπαρ πολυτελείας έκανες τη βόλτα σου;».
- «Ακριβώς,
αρχηγέ. Πιο πολυτελείας και πιο μπαρ δεν γίνεται. Στη Βουλή ήμουν, για τη
συζήτηση των αρχηγών».
- «Μπα;» άλλαξε
αμέσως η διάθεση του Κατάλευκου. «Πώς κι έτσι;».
- «Ε, ήθελα δω από
κοντά τους αρχηγούς να μιλάνε για το μέλλον μου».
- «Μπράβο, Τζώνη.
Χαίρομαι που βλέπω ότι ενσωματώνεσαι στη δουλειά. Και πώς σου φάνηκε η
συζήτηση;».
- «Πώς να μου
φανεί; Καλύτερα να μην είχα πάει».
- «Γιατί;»
- «Διότι θα είχα
μείνει με τη ρομαντική εικόνα στο μυαλό μου, δεν θα είχα απομυθοποιήσει ούτε τους
αρχηγούς ούτε το Κοινοβούλιο».
- «Τόσο πολύ σε
απογοήτευσαν; Ολοι τους; Μα καλά, τι περίμενες δηλαδή; Πιο πολλά επιχειρήματα
στην αντιπαράθεσή τους;».
Ο Τζώνης κάθισε
βαρύς σ’ ένα γραφείο, έξυσε το κεφάλι του, σούφρωσε τα χείλη και προσπάθησε να
εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε:
- «Δεν με χάλασαν
τα λειψά επιχειρήματα, αρχηγέ, αλλά κάτι άλλο, βαθύτερο. Κοίταζα τους αρχηγούς
καθώς μιλούσαν και καθώς μιλούσαν οι αντίπαλοί τους. Προσπαθούσα να μπω βαθιά
μέσα τους. Ξέρεις τι με ενόχλησε; Η υποταγή στους ρόλους τους...».
- «Δηλαδή...».
- «Ρε παιδί μου,
έβλεπα τον Τσίπρα να μιλά με αγωνία για τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού, ενώ
μέσα του ήξερε ότι είχε υποσχεθεί σύνταξη και αυξήσεις ως και στη γάτα της
γιαγιάς μου. Εβλεπα τον Μητσοτάκη να φωνάζει στον Τσίπρα να το αποσύρει, ενώ
μέσα του παρακαλούσε να περάσει για να μην κληρονομήσει αυτός το πρόβλημα. Αυτό
τι είναι; Δεν είναι θέατρο, δεν είναι ρόλοι;».
- «Ε, εντάξει, εκ
των πραγμάτων η πολιτική είναι και λίγο θέατρο...».
- «Ναι, αλλά πώς
το αντέχουν; Ο Καμμένος έλεγε για τις συντάξεις και ανησυχούσε μήπως τον
πετάξει έξω ο Αλέξης, η Φώφη έλεγε για τους αγρότες και το μόνο που σκεφτόταν
ήταν μην απορροφηθεί απ’ τον Κυριάκο, ο Σταύρος έλεγε για την οικογενειοκρατία,
αλλά είχε στον νου του τις δημοσκοπήσεις... τι διάολο, όλοι τους μιλούσαν για
άλλα ζητήματα απ’ αυτά που πραγματικά τούς απασχολούσαν.
Ολοι εκτός απ’ τον
Κουτσούμπα».
- «Και γι’ αυτό
στενοχωρήθηκες; Σιγά, καημένε, γνωστά πράγματα...».
- «Εν τοιαύτη
περιπτώσει, θα μπορούσα να πάω σ’ ένα κανονικό θεατράκι, να δω καμιά παράσταση
της προκοπής, με κείμενα που δεν έχω ξανακούσει».
- «Μα δεν ήταν
κακοί στους ρόλους τους, έτσι δεν είπες;».
- «Ετσι είπα. Αλλά
στο κυλικείο του θεάτρου το ουίσκι κάνει τέσσερα ευρώ, όχι οκτώ που κάνει στη
Βουλή».
Η ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ
Δεν υπάρχουν δικαιολογίες
Οταν ερωτώνται τα
μέλη της κυβέρνησης τι θα πιθανότητες έχουμε να δούμε έναν φράκτη στα σύνορά
μας με τα Σκόπια και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες εγκλωβισμένους στο έδαφός
μας, αυτά ξεσπούν σ’ έναν χείμαρρο από αφορισμούς και κατάρες εναντίον της
κακής Ευρώπης. Με εξαίρεση τον κ. Μουζάλα που δείχνει να κατανοεί τι συμβαίνει
-άλλο τι κάνει επί της ουσίας-, όλοι οι υπόλοιποι κυβερνητικοί μοιάζουν να
πιστεύουν στον εξορκισμό του προβλήματος μέσω της λεκτικής αντιπαράθεσης με
τους κακούς Ευρωπαίους, λες και βρίσκονται σε φοιτητικό αμφιθέατρο τη δεκαετία
του ‘80.
Ομως έτσι δεν θα
λυθεί το πρόβλημα. Για να μη δούμε ξαφνικά έναν καταυλισμό μισού εκατομμυρίου
μεταναστών στην Αθήνα και εμάς να στεκόμαστε πάλι στις ουρές των ευρωπαϊκών
αεροδρομίων με τα διαβατήρια ανά χείρας, δεν πρέπει να λέμε αλλά να κάνουμε.
Δεν ξέρω τι ακριβώς και ούτε με ενδιαφέρει σε τελευταία ανάλυση. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε
την Ελλάδα εντός Σέγκεν και έτσι υποχρεούται να την παραδώσει. Δικαιολογίες δεν
υπάρχουν