Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που ο διεθνής οργανισμός
Health Powerhouse κατατάσσει 25η τη χώρα μας μεταξύ 35 κρατών της Ευρώπης στην
ποιότητα του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης ή που σε σχέση με πέρυσι πέσαμε
τρεις θέσεις χαμηλότερα. Με δεδομένη την κρίση την οποία βιώνουμε και τη μείωση
των δαπανών που επήλθε, είναι φυσιολογική αυτή η εξέλιξη. Αλλά υπάρχουν
διαπιστώσεις που αν αξιολογηθούν και αξιοποιηθούν σωστά μπορούμε να
προσβλέπουμε σε μια σταδιακή βελτίωση της κατάστασης.
Εξακολουθούμε και σήμερα να είμαστε αναλογικά η χώρα με τους
περισσότερους γιατρούς και τα περισσότερα φαρμακεία, αλλά δεν εννοούμε να
περιορίσουμε την κατάχρηση σε αντιβιοτικά, η οποία συμβάλλει στην αύξηση των
ανθεκτικών λοιμώξεων. Που σημαίνει πως ή δεν συμβουλευόμαστε τους γιατρούς ή
δεν μας συμβουλεύουν όπως οφείλουν να κάνουν.
Οι διαπιστώσεις για τη σπατάλη στον τομέα του φαρμάκου
είναι αισιόδοξες εξαιτίας των παρεμβάσεων που έγιναν λόγω της κρίσης. Αλλά το
μέγεθός της είχε φτάσει σε αδιανόητα ύψη. Το 2010 η φαρμακευτική δαπάνη στη
χώρα μας έφτασε στα 8 δισ., ενώ στην πληθυσμιακά συγκρίσιμη Σουηδία, με το
ασύγκριτα ανώτερο σύστημα υγείας, η αντίστοιχη δαπάνη είχε ανέλθει μόλις σε 4
δισ.
Αλλά για να βγούμε από τη σημερινή προβληματική
κατάσταση δεν αρκούν ο σωστός σχεδιασμός και η ορθολογική κατανομή των
διαθέσιμων πόρων. Χρειάζεται και αλλαγή νοοτροπίας.
Τόσο εκ μέρους των ασθενών
όσο και εκ μέρους των γιατρών. Είναι αδιανόητο, για παράδειγμα, σε περίοδο σαν
τη σημερινή να είμαστε μία από τις πρώτες χώρες, η τέταρτη για την ακρίβεια,
στα «φακελάκια».