Όσο περνούν οι ημέρες και καταλαγιάζει κάπως ο κουρνιαχτός, διαλύεται και η
αυταπάτη ότι με την καταστολή του πραξικοπήματος νίκησε στην Τουρκία η
Δημοκρατία. Η Δημοκρατία δεν νίκησε, όπως δεν θα νικούσε και αν πετύχαινε το
πραξικόπημα. Στις παρούσες συνθήκες που βρίσκεται η Τουρκία, το πραγματικό
επίδικο είναι άλλο.
Κι αυτό γιατί από το πραξικόπημα του στρατηγού Εβρέν το 1980 και μετά η
χώρα συνθλίβεται μεταξύ δύο κυρίαρχων πολιτικών πόλων που το πολιτικό τους
γονίδιο δεν μπορεί να ενσωματώσει τις δημοκρατικές αξίες.
Από τη μια πλευρά, είναι οι κεμαλικές δυνάμεις που υπό συνθήκες πόλωσης με
το πολιτικό Ισλάμ και ένοπλης σύρραξης με τους Κούρδους αυτονομιστές δεν
κατόρθωσαν να αφομοιώσουν τις δυτικές αστικές αξίες, όπως ήταν η πολιτική
παρακαταθήκη του εμπνευστή τους Ατατούρκ και παγιδεύτηκαν σε παρωχημένες
εθνικιστικές και μιλιταριστικές ιδεοληψίες.
Από την άλλη πλευρά, είναι το πολιτικό Ισλάμ, το οποίο ενισχύθηκε
αποφασιστικά τη δεκαετία του 1980 όχι μόνο από τη διεθνή συγκυρία στο χώρο της
Μέσης Ανατολής και της Ασίας, αλλά -και ως μία ειρωνεία της Ιστορίας- συνειδητά
από τους ίδιους τους πραξικοπηματίες στρατηγούς του Εβρέν που έβλεπαν
στους ισλαμιστές το αντίπαλο δέος για να καταπνίξουν τις κοινωνικές και
ελευθεριακές αξιώσεις της Αριστεράς, η οποία απειλούσε τη δεκαετία του 1970 το
αστικό κεφάλαιο.
Έτσι, τη δεκαετία του 1980 το πολιτικό Ισλάμ εγκαταστάθηκε κυρίαρχα στην
πολιτική ζωή της Τουρκίας, η Αριστερά εξαφανίστηκε και έκτοτε δεν
επανεμφανίστηκε ως υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, ενώ η παραδοσιακή αστική Δεξιά
εμφιλοχώρησε στον ισλαμιστικό χώρο, ο οποίος αποδείχθηκε αρκετά
δελεαστικός καθώς προχώρησε ταχύτατα στην φιλελευθεροποίηση της οικονομίας
αυξάνοντας τα κέρδη του κεφαλαίου.
Τόσο το πολιτικό Ισλάμ, το οποίο ως θεοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης δεν
αντλεί την εξουσία από το λαό αλλά επικαλείται μία μεταφυσική πηγή εξουσίας,
όσο και οι φασιστίζουσες εθνικιστικές και μιλιταριστικές κοσμοθεωρίες των
κεμαλιστών, παρά τον κοσμικό και δυτικοστραφή χαρακτήρα τους, φέρουν και οι δύο
μέσα τους τον σπόρο του ολοκληρωτισμού αδυνατώντας να ενσωματώσουν δημοκρατικές
αξίες.
Βεβαίως υπάρχει και ένας τρίτος πολιτικός πόλος, οι Κούρδοι, οι οποίοι
μέχρι στιγμής δείχνουν να αντιμετωπίζουν το θέμα του πραξικοπήματος με πολιτική
ωριμότητα, αναμένοντας το ξεδίπλωμα διεθνών πρωτοβουλιών.
Δημιουργούνται επίσηςεύλογα ερωτήματα για το πώς θα αντιμετωπίσει η Άγκυρα
τους Κούρδους αντάρτες, καθώς οι απομακρύνσεις έμπειρων στελεχών από μάχιμες
μονάδες αφήνουν τον στρατό «ξεδοντιασμένο».
Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι στην περίπτωση του πραξικοπήματος της
Τουρκίας δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δημοκρατικά αντανακλαστικά του λαού,
του Τύπου, των συλλογικών και πολιτικών οργάνων κ.ο.κ.
Οι μάζες που κατέβηκαν στους δρόμους σαφώς και εξέφραζαν μία λαϊκή βούληση,
ωστόσο η εξιδανίκευση του κινήματος αυτού ως ένας αγώνας δημοκρατίας και
ελευθερίας απέχει παρασάγγας από την αλήθεια. Εξίσου αναληθής είναι εξάλλου και
ο ισχυρισμός ότι όσοι δεν στήριξαν τους πραξικοπηματίες είναι ισλαμοφασίστες,
που βρήκαν τώρα πάτημα για την τελική αναμέτρηση.
Αναμφίβολα πάντως η οργανωμένη βάση, και κυρίως η νεολαία, του κυβερνώντος
ΑΚΡ κυριαρχούσε στα πλήθη που κατέβηκαν απέναντι στα άρματα και προφανώς, αφού
δεν δίστασε να θέσει εαυτόν σε κίνδυνο, επρόκειτο για ένα από τα πιο δυναμικά
τμήματά της. Η γρήγορη, οργανωμένη και αποτελεσματική κινητοποίηση των «ταγμάτων
εφόδου» του AKP προϊδεάζει πιθανώς για το μετωπικό ρόλο που θα τους
ανατεθεί για την εδραίωση του καθεστώτος Ερντογάν.
Υπό αυτές τις συνθήκες οι κοινωνικές και εθνικές μειονότητες, οι Κούρδοι,
οι Αλεβίτες, οι γυναίκες, οι ευρωπαϊστές, οι αριστεροί, εφεξής οι κεμαλιστές
και όσοι εν γένει δεν ανήκουν στον συντηρητικό κορμό του σουνιτικού Ισλάμ έχουν
κάθε λόγο να ανησυχούν.
Η Δημοκρατία δεν νίκησε στην Τουρκία, απλώς επειδή δεν βρισκόταν εκεί όταν
έγινε το πραξικόπημα…