Γνωστή και διαχρονικά καταδικασμένη είναι η
πρακτική των ρουσφετολογικών τροπολογιών, στις οποίες συστηματικά επιδίδονταν
οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στα χρόνια της απόλυτης κυριαρχίας τους. Ηταν
ένας από τους τρόπους με τους οποίους συντηρούσαν ή και διεύρυναν την κομματική
πελατεία τους. Και παράλληλα μία από τις αιτίες για τις οποίες κόμματα και
βουλευτές οδηγήθηκαν σταδιακά στη σημερινή απαξίωση.
Λογικά το φαινόμενο θα έπρεπε να έχει εκλείψει. Οταν η
κυβέρνηση είναι δεσμευμένη να περιορίσει τον δημόσιο τομέα και θέτει σε
διαθεσιμότητα χιλιάδες υπαλλήλους ή καταργεί οργανισμούς του Δημοσίου, είναι
επιεικώς υποκριτικό να επιδιώκεται η διά πλαγίων μέσων προστασία κάποιων
συγγενικά, φιλικά ή κομματικά προσκείμενων σε βουλευτές.
Κι επειδή είναι πάγια η τακτική των βουλευτών της αντιπολίτευσης
και ιδιαίτερα της αξιωματικής να επικαλούνται ότι δεν τους δόθηκε ποτέ η
ευκαιρία να κυβερνήσουν και κατά συνέπεια δεν ευθύνονται για τα δεινά που η
διαχείριση της εξουσίας έχει προκαλέσει, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κάθε
άλλο παρά διαφορετική είναι η δική τους στάση απέναντι σε τέτοιες πρακτικές.
Αποδείχθηκε χθες με τον προκλητικότερο δυνατό τρόπο. Κυβερνητικοί
και αντικυβερνητικοί βουλευτές ανταγωνίστηκαν εαυτούς και αλλήλους στην
υποσχεσιολογία και τη ρουσφετολογική πλειοδοσία, αν και γνώριζαν ότι τα
περιθώρια για ν΄ αποδώσουν οι προσπάθειές τους ήταν περιορισμένα.
Αλλά δεν
πρόσβλεπαν μόνο στην επιτυχία του εγχειρήματός τους. Τους αρκούσε να
εξασφαλίσουν τη δυνατότητα να ισχυριστούν στους ενδιαφερόμενους ότι προσπάθησαν.
Σε απλά ελληνικά, να τους εξαπατήσουν.
Κι όλα αυτά στη σημερινή Ελλάδα και από τους
σημερινούς εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου, που, αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να
είχαν διδαχθεί κάτι από την κρίση και να είχαν αλλάξει νοοτροπία και
μεθοδεύσεις.