Οι πρόσφυγες, απ’ όποια σακατεμένη χώρα κι αν δραπετεύουν,
είναι υποχρεωμένοι να ελπίζουν ακόμα κι όταν νιώθουν πως η ελπίδα τους είναι
πλαστή, διογκωμένη, και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα που τους
περιζώνει. Είναι υποχρεωμένοι να εξακολουθούν να εμπιστεύονται το ανθρώπινο
είδος, έτσι γενικά κι αόριστα, κι ας πέφτουν από τον έναν καπάτσο εκμεταλλευτή
στον άλλον στην οδύσσειά τους.
Είναι αναγκασμένοι να ελπίζουν πως ισχύουν έστω
τα μισά απ’ όσα έχουν ακουστά για τα δικαιώματα που προβλέπουν γι’ αυτούς οι
νόμοι και οι συνθήκες. Αν δεν ελπίζανε μ’ αυτό τον αντιρεαλιστικό μα βαθιά
ανθρώπινο τρόπο, δεν θα ανέβαιναν σε σαπιοκάραβα και σε παλιόβαρκες να
διασχίσουν πελάγη, παρότι δεν ξέρουν να κολυμπούν. Kαι παρότι καταλαβαίνουν με
την πρώτη ματιά ότι τα σωσίβια που ακριβοπληρώνουν είναι της κακιάς ώρας και
της κακότατης ψυχής ληστρικών διπόδων.
Αν δεν ήταν αυτός ο τρόπος τους να ελπίζουν, κι αν δεν τους συντρόφευε η ανώνυμη καλοσύνη που συναντούν καθ’ οδόν, θα παραδίδονταν μαζικά στον «αυτοκτονικό ιδεασμό», κατά την ψυχιατρική γνωμάτευση που αφορά ένα τμήμα τους, ή και στην αυτοχειριαστική πράξη. Σαν ένα έσχατο διάβημα, σαν μια τελευταία έκκληση προς τον «πολιτισμένο κόσμο».
Αν δεν ήταν αυτός ο τρόπος τους να ελπίζουν, κι αν δεν τους συντρόφευε η ανώνυμη καλοσύνη που συναντούν καθ’ οδόν, θα παραδίδονταν μαζικά στον «αυτοκτονικό ιδεασμό», κατά την ψυχιατρική γνωμάτευση που αφορά ένα τμήμα τους, ή και στην αυτοχειριαστική πράξη. Σαν ένα έσχατο διάβημα, σαν μια τελευταία έκκληση προς τον «πολιτισμένο κόσμο».
Τον κόσμο που ευθύνεται για τη μοίρα τους από τη
στιγμή που βγαίνουν στον δρόμο της προσφυγιάς, κι έπειτα (αυτό λένε οι νόμοι
και οι συνθήκες), αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, και για τον ίδιο τον
εξαναγκασμό τους να προσφυγέψουν. Ξέρουν όμως, το συνειδητοποίησαν με τα πρώτα
ναυάγια, πως αν η ζωή τους δεν υπολογίζεται στα σοβαρά απ’ όσους έχουν τον
πρώτο λόγο για τα παγκόσμια πράγματα, ούτε κι ο θάνατός τους μετράει· όσο
μαζικός κι αν είναι, όση κι αν είναι η προτίμησή του στα παιδιά.
Και ξέρουν βέβαια, το έμαθαν βάσανο το βάσανο, εμπαιγμό τον εμπαιγμό, πως η ελπίδα τους είναι ανεδαφική. Γι’ αυτό και βρήκε σαν μόνο έδαφος για να ακουμπήσει τη γη της Ειδομένης. Με τη διπλή ψευδαίσθηση πως εκεί είναι η πύλη προς μια καλύτερη ζωή και πως αν οι εικόνες της βαριάς ταλαιπωρίας τους πλημμυρίσουν τις ευρωπαϊκές οθόνες, θα συγκινήσουν. Kαι θα προκαλέσουν άμεσες αντιδράσεις συμπάθειας και προστασίας.
Αν οι άλλες χώρες της Ευρώπης, στη συντριπτική τους πλειονότητα, τους έχουν παρατήσει στη μοίρα τους και συνεχίζουν να υψώνουν τείχη και φράχτες, ώστε να στείλουν αποτρεπτικό μήνυμα στις ασιατικές ακτές, η επίσημη Ελλάδα οφείλει να δράσει όπως και η ανώνυμη: να προσφέρει, έστω τώρα, με απαράδεκτη καθυστέρηση, στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης σε όσους δεν θέλουν να απομακρυνθούν από τον καταυλισμό, έστω ποντάροντας εν γνώσει τους σε μιαν αυταπάτη.
Και ξέρουν βέβαια, το έμαθαν βάσανο το βάσανο, εμπαιγμό τον εμπαιγμό, πως η ελπίδα τους είναι ανεδαφική. Γι’ αυτό και βρήκε σαν μόνο έδαφος για να ακουμπήσει τη γη της Ειδομένης. Με τη διπλή ψευδαίσθηση πως εκεί είναι η πύλη προς μια καλύτερη ζωή και πως αν οι εικόνες της βαριάς ταλαιπωρίας τους πλημμυρίσουν τις ευρωπαϊκές οθόνες, θα συγκινήσουν. Kαι θα προκαλέσουν άμεσες αντιδράσεις συμπάθειας και προστασίας.
Αν οι άλλες χώρες της Ευρώπης, στη συντριπτική τους πλειονότητα, τους έχουν παρατήσει στη μοίρα τους και συνεχίζουν να υψώνουν τείχη και φράχτες, ώστε να στείλουν αποτρεπτικό μήνυμα στις ασιατικές ακτές, η επίσημη Ελλάδα οφείλει να δράσει όπως και η ανώνυμη: να προσφέρει, έστω τώρα, με απαράδεκτη καθυστέρηση, στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης σε όσους δεν θέλουν να απομακρυνθούν από τον καταυλισμό, έστω ποντάροντας εν γνώσει τους σε μιαν αυταπάτη.
Εχει τις
τεράστιες, ανθεκτικές τέντες του ο στρατός. Ας στηθούν σήμερα κιόλας. Και δίπλα
χημικές τουαλέτες. Πόσα συντονιστικά όργανα και διαβούλια χρειάζονται για το απλούστατο,
που ωστόσο για τους πρόσφυγες είναι υπερπολύτιμο