Το να βγούμε από την εθνική μας
μιζέρια δεν είναι μόνο οικονομικό ζήτημα. Ενας σημαντικός ξένος που ειδικεύεται
σε χώρες που περνούν κρίση επισκέφθηκε πρόσφατα την Αθήνα. Το πρώτο πράγμα που
είπε, έπειτα από 2-3 μέρες, ήταν «κάντε κάτι για τη φοβερή αυτή ασχήμια με τα
γκράφιτι και τα συνθήματα πάνω σε κάθε τοίχο, σε κάθε άγαλμα και δημόσιο
κτίριο». Στα κυνικά νεοελληνικά αυτιά ακούγεται περίπου σαν αστείο.
«Σιγά μωρέ,
αυτό τον πείραξε;», είναι η στάνταρντ απάντηση, είμαι βέβαιος.
Και όμως, το περιβάλλον στο οποίο
ζούμε κάνει τεράστια διαφορά. Η ελληνική πρωτεύουσα προβάλλει μια εικόνα πολύ
μεγάλης παρακμής. Θυμίζει φουτουριστικές ταινίες που δείχνουν πόλεις στα ύστατα
στάδια φθοράς.
Πέρα από την αισθητική όχληση, η ασχήμια αυτή δημιουργεί ένα
γενικότερο κλίμα μιζέριας και μια αύρα αρνητισμού. Η βεβήλωση των αγαλμάτων και
των ιστορικών κτιρίων, όμως, είναι που πραγματικά θα έπρεπε να προκαλεί οργή
και κάποιου είδους αντίδραση από την ελληνική κοινωνία. Κάποια κακομαθημένα
παιδιά, προϊόντα του νεοελληνικού νεοπλουτισμού και της εποχής της ευφορίας,
θεωρούν –και δικαιολογημένα– ότι αυτή η κοινωνία δεν έχει κανένα κανόνα.
Γράφουν λοιπόν στα παλιά τους τα παπούτσια την Ιστορία του τόπου, την οποία
κανείς προφανώς δεν φρόντισε να τους μάθει. Αμφιβάλλω αν όταν γράφουν με σπρέι
πάνω στο άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου ξέρουν ποιος είναι, εκτός από το ότι
υπάρχει και ένα αεροδρόμιο με το όνομά του. Η καφρίλα, γιατί περί καφρίλας
πρόκειται, έχει βέβαια ιδεολογικοποιηθεί με διάφορους μανδύες και θα συνεχισθεί
όσο δεν υπάρχει αντίδραση.
Προσπάθειες γίνονται, και από τον
Δήμο, και από Ιδρύματα και εθελοντές. Φαίνεται όμως πως οι χούλιγκαν της
ασχήμιας και της βίας δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Ετσι φτάνουμε στο σημείο να
κρύβονται αγάλματα σε αποθήκες, όπως συνέβαινε όταν έμπαιναν οι Γερμανοί στην
πόλη. Λαμαρίνες προστατεύουν ιστορικά κτίρια, όπως της Ακαδημίας, και η μάχη
του σβησίματος κερδίζεται για λίγες ώρες για να ξαναχαθεί τα ξημερώματα.
Θα καταλάβουμε, άραγε, κάποτε πόσο
σημαντικό είναι αυτό το πρόβλημα; Είναι ένα από τα πολλά δείγματα για το πού
μπορεί να φτάσει μία χώρα όταν η κοινωνία και οι ταγοί της δίνουν επί δεκαετίες
την αίσθηση πως όλα επιτρέπονται.
Σκεπτόμουν τη σύγκριση ανάμεσα στο
νέο στολίδι της Αθήνας, το σύμπλεγμα Νιάρχου, και το πολύ παλιό της, το
ιστορικό κτίριο του ΕΜΠ. Το ένα προβάλλει μια εικόνα εθνικής αυτοπεποίθησης και
αισιοδοξίας.
Το άλλο συμβολίζει τις πιο αρνητικές πτυχές της παρακμής μας, αλλά
και την ανικανότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας να προστατεύσει τον εαυτό της και
να κάνει τα αυτονόητα.
Το ΕΜΠ έβγαλε γενιές Ελλήνων που
έκτισαν και ξανάκτισαν τη χώρα. Σήμερα φιλοξενεί όσους θέλουν έτσι απλά να την
γκρεμίσουν, για τον χαβαλέ του πράγματος.
Και το χειρότερο; Το πρώτο πράγμα που
θα ακούσεις σε μια συζήτηση για το Πάρκο Νιάρχου είναι: «Ε, καλά, άσε να το
πάρει το κράτος και θα δεις με τι θα μοιάζει». Η μιζέρια, ο κυνισμός και η
αδράνεια έχουν πέσει μέσα σε ένα μπλέντερ και έχουν φτιάξει ένα τέλμα που μας
καθηλώνει. Και μας ρουφάει, όλο και πιο κάτω. Πρέπει, επιτέλους, να
αντιδράσουμε.