Ισορροπούν σε τεντωμένο σχοινί οι εμπλεκόμενοι στην
ουκρανική κρίση και ενισχύονται συνεχώς οι προσπάθειες για την εξεύρεση
συμβιβαστικής λύσης, χωρίς όμως να διαφαίνεται προοπτική επιτυχούς έκβασης της
προσπάθειας. Και δεν είναι περίεργο.
Διότι το πρόβλημα δεν είναι μονοδιάστατο
και η διευθέτησή του δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τις όποιες
προσεγγίσεις επιτευχθούν ανάμεσα στον Ομπάμα και τον Πούτιν.
Είναι δεδομένες οι προσεγγίσεις και βέβαιη, αν και άτυπη, η
διαμεσολάβηση της Μέρκελ. Οπως είναι αναμφισβήτητη και η διάθεση των δύο
πλευρών για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης. Μόνο που δεν αρκούν οι
προϋποθέσεις αυτές.
Υπάρχουν και τα προβλήματα που έχουν ανακύψει από τις
κινήσεις της Μόσχας και των οπαδών της σε ουκρανικά εδάφη, τις πιέσεις στην
κυβέρνηση του Κιέβου να αποφύγει οποιαδήποτε εμπλοκή με τη ρωσική και τη
φιλορωσική πλευρά και την αντικειμενική αδυναμία ελέγχου των παραστρατιωτικών
δυνάμεων.
Σε αυτές ακριβώς τις παραστρατιωτικές δυνάμεις
εντοπίζεται κυρίως το πρόβλημα. Από τη μία γιατί η ουκρανική κυβέρνηση
βασίζεται κυρίως σε ομάδες ατάκτων και σε ακροδεξιές φιλοναζιστικές οργανώσεις
κι από την άλλη γιατί μπορεί σκόπιμα να τις εξωθήσει σε συγκρούσεις με ρωσικές
δυνάμεις, προκειμένου να εκβιάσει μεγαλύτερη βοήθεια από τη Δύση.
Με βάση την πραγματικότητα αυτή τίποτα και κανένας δεν μπορεί
να αποτελέσει σταθερή παράμετρο βιώσιμης υπέρβασης της ουκρανικής κρίσης.
Ούτε
και διευκολύνει την κατάσταση ότι η Ευρώπη οφείλει να είναι ιδιαίτερα
προσεκτική στις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες της, γιατί έχει καθήκον, όπως για
παράδειγμα η Γερμανία, να συνυπολογίζει και τα δικά της συμφέροντα, μια και οι
ενεργειακές ανάγκες της εξυπηρετούνται με ουκρανικό και ρωσικό αέριο. Το
πρόβλημα έχει πολλές παραμέτρους.