Μια πρώτη παρατήρηση την οποία προκαλεί η ανάγνωση της
προγραμματικής συμφωνίας των δύο κυβερνητικών εταίρων είναι ότι δυσκολεύεται να
εντοπίσει κανείς τον λόγο για τον οποίο χρειάστηκαν τέσσερις μήνες για να
επιτευχθεί η αναγκαία σύγκλιση θέσεων και απόψεων. Εξαιρείται, φυσικά, η
περίπτωση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, που προφανώς δεν θα είχε περιληφθεί
προ διμήνου ή τριμήνου στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
Αυτονόητοι για μια συμμαχική κυβέρνηση σε περίοδο κρίσης είναι οι
στόχοι που θέτει το πρόγραμμα. Και δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά.
Οταν η οικονομική διαχείριση προϋποθέτει τον έλεγχο και τη συναπόφαση των
δανειστών, τα περιθώρια δράσης είναι στενά και οι κινήσεις προδιαγεγραμμένες.
Πρώτον, η έξοδος από την κρίση το ταχύτερο δυνατό και,
δεύτερον, η σταδιακή άμβλυνση των συνεπειών της πολυετούς λιτότητας σε βάρος
των οικονομικά ασθενέστερων. Που σημαίνει ότι η τήρηση ή μη της συμφωνίας θα
αποδειχθεί στην πορεία και πάντως όχι στο άμεσο μέλλον. Με εξαίρεση δύο σημεία,
τα οποία είναι, άλλωστε, και τα σημαντικότερα.
Το ένα είναι η δέσμευση ότι δεν θα γίνουν δεκτά νέα μέτρα,
εκτός και αν είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα. Αν και κατά πόσο θα τηρηθεί αυτή η
υπόσχεση θα το γνωρίζουμε σύντομα - το πολύ σε έναν ή ενάμιση μήνα.
Και το
δεύτερο είναι η ομαλή και απρόσκοπτη συνεργασία των δύο κομμάτων - μια
προϋπόθεση που η τήρησή της θα διαπιστώνεται καθημερινά και χωρίς την οποία δεν
θα είναι δυνατή η επιτυχία του προγράμματος.
Και μόνο το γεγονός ότι δημοσιοποίησαν την προγραμματική
συμφωνία τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή σημαίνει ότι είναι αποφασισμένοι και
βέβαιοι ότι θα τηρήσουν αυτές τις δύο προϋποθέσεις. Αλλά, φυσικά, αυτό μένει να
αποδειχθεί.