Εντάξει! Να αθωώσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ
λόγω βλακείας –αυτό δεν είναι το άλλο όνομα της «αυταπάτης»;– για την πρώτη
καταστροφική περίοδο της διακυβέρνησής του, όπως το ζήτησε ο πρωθυπουργός. Αλλά
τι θα γίνει με τη δεύτερη περίοδο, εκείνη του μπαγιάτικου σοσιαλισμού, που
οψίμως προωθεί ο κ. Αλέξης Τσίπρας; Διότι οι πρώτες αυταπάτες της
διαπραγμάτευσης με τα πουκάμισα έξω τίναξαν στον αέρα τις λιγοστές ελπίδες
ανάκαμψης της οικονομίας και οδήγησαν τη χώρα στην ασφυξία των capital
controls. Οι νέες αυταπάτες μπορεί να μας κοστίσουν ακόμη πιο ακριβά.
Υπήρξε μια αποστροφή του
πρωθυπουργού στη Βουλή την περασμένη Κυριακή (8.5.2015), που δυστυχώς –ίσως
επειδή απευθυνόταν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ– πέρασε απαρατήρητη. «Στις
σημερινές δύσκολες συνθήκες», είπε ο κ. Τσίπρας, «αριστερό και ριζοσπαστικό δεν
είναι να φαντασιώνεσαι μια ιδεατή κοινωνία (...) αλλά να ματώνεις για να
δημιουργήσεις –έστω σιγά σιγά αλλά σταθερά– τις συνθήκες όπου θα μπορέσουν να
ευδοκιμήσουν αλλαγές υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων των πολλών».
Με άλλα
λόγια: αντίο ριζοσπαστική Αριστερά με τις φαντασιώσεις «ενός άλλου κόσμου, ένθα
απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός», καλημέρα, σοσιαλδημοκρατία με τις
σταδιακές αλλαγές και διακηρύξεις του στυλ «αριστερή, προοδευτική πολιτική στις
μέρες μας είναι αυτή που παλεύει για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να
μοιραστούν δίκαια τα βάρη αλλά και τα οφέλη της προσδοκώμενης ανάπτυξης».
Καλοδεχούμενη και αυτή η στροφή
του ΣΥΡΙΖΑ, αν και μας ζάλισε με τις γυροβολιές: από το «ή εμείς ή αυτοί»
φτάσαμε στην έκκληση προς τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη «Είμαι ανοιχτός, αν θέλετε,
να συναντηθούμε, να συζητήσουμε».
Αλλά το πρόβλημα είναι πως από όλες τις
εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας ο κ. Τσίπρας επέλεξε τη χειρότερη, την πιο
παρωχημένη. Ετσι ανακάλυψε ότι «ο δρόμος για την έξοδο από την κρίση είναι η
τόνωση της ενεργού ζήτησης και όχι οι περικοπές στις δαπάνες», σε μια χώρα που
ακόμη και το 2015 η ιδιωτική κατανάλωση ήταν περίπου 70% του ΑΕΠ (το δεύτερο
υψηλότερο στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ενωση των «28», μετά την Κύπρο),
όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε.-28 ήταν 57%.
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι πρέπει να
συμπιεστούν και άλλο τα εισοδήματα, αλλά ότι η κυβέρνηση πρέπει να αλλάξει
προσανατολισμό προς τις επενδύσεις· το ποσοστό του εγχώριου εισοδήματος που
πάει για επενδύσεις στην Ελλάδα (11% του ΑΕΠ) είναι το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη
και στην Ευρωπαϊκή Ενωση των «28» (μέσος όρος 19% του ΑΕΠ). Εξάλλου η ζήτηση τα
καταφέρνει μια χαρά μόνη της και χωρίς τις «ενέργειες» της κυβέρνησης. Λίγο
πήγε να ανακάμψει η οικονομία (πριν τη χαντακώσει ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης) και η
ιδιωτική κατανάλωση, μεταξύ Ιουνίου 2013 και Ιουνίου 2014, αναπήδησε κατά τρεις
ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Το κλειδί, λοιπόν για την ανάκαμψη της οικονομίας
δεν είναι η κατανάλωση που «ενεργώς» θέλει να αυξήσει ο κ. Τσίπρας, αλλά οι
επενδύσεις που ενθέρμως πολεμά η κυβέρνησή του. Δεν υπάρχει απόπειρα προκοπής
σ’ αυτόν τον τόπο που να μην έχει υπονομευτεί από τα παλικάρια της Πρώτης
Φοράς. Από τις επενδύσεις για την εξόρυξη χρυσού στις Σκουριές μέχρι το γκολφ
της Αφάντου, οι υπουργοί προσπαθούν με κάθε τρόπο να φράξουν κάθε διέξοδο της
Ελλάδας από την κρίση.
Μια κυβέρνηση καφενειακού σοσιαλισμού δεν μπορεί να
βγάλει τη χώρα στο ξέφωτο. Οποιο δόγμα κι αν διακηρύσσει ότι ασπάζεται. Η
σοσιαλδημοκρατία, που οψίμως ασπάζεται ο κ. Τσίπρας, έχει διανύσει πολύ δρόμο.
Εχει επεξεργαστεί θέσεις που στον ΣΥΡΙΖΑ ούτε καν φαντάζονται. Πότε θα τις
μάθουν και αυτές;