Ακούω και ξανακούω ότι «αυτοί δεν πρόκειται να φύγουν ποτέ»... Επειδή
ζούμε σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία θα φύγουν και αυτοί, όπως και οι επόμενοι
κάποια στιγμή. Πότε ακριβώς, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, ούτε ασφαλώς και
το πώς. Η εποχή των μνημονίων και της κρίσης θα έπρεπε να μας έχει μάθει να μην
κάνουμε προβλέψεις. Ο πανίσχυρος της Τετάρτης είναι ο παντελώς ανίσχυρος της
Πέμπτης. Το προσδόκιμο ζωής των κυβερνήσεών μας έχει μειωθεί και συνήθως δεν
ξεπερνάει τα δύο, άντε δυόμισι χρόνια.
Το πώς πέφτει μία κυβέρνηση και αυτό έχει αλλάξει. Από τεχνικής απόψεως δεν
υπάρχει κάποιο «γεγονός» κομβικής σημασίας, όπως π.χ. μια κρίσιμη ψηφοφορία για
μέτρα. Η πίεση του κόσμου στον απλό βουλευτή, όμως, δεν αντέχεται πέρα από ένα
σημείο.
Εχει αποδειχθεί αυτό επανειλημμένως. Οσο ιδεολογικά ταγμένοι και να
είναι οι βουλευτές, όποια ανασφάλεια και να έχουν για το πώς θα βιοποριστούν
εκτός Βουλής, φτάνει ένα σημείο που λένε «δεν αντέχω άλλο, καλύτερα να πάω
σπίτι μου». Το είδαμε αυτό και στην περίπτωση των 180 της προεδρικής εκλογής
του 2015.
Θα φύγει, λοιπόν, και αυτή η κυβέρνηση. Καλό θα ήταν να μη γίνει αυτό
«ανώμαλα» και, εν πάση περιπτώσει, να συμβεί αφ’ ότου η χώρα θα έχει μπει σε
μια κανονικότητα με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Σε διαφορετική
περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος να μεγαλώσει πολύ η «μαύρη τρύπα» λόγω αστάθειας
και αβεβαιότητας και να είναι πολιτικά ανέφικτο και για την επόμενη κυβέρνηση
να τη διαχειρισθεί.
Εν τω μεταξύ, όμως, γίνεται ζημιά. Αφήνω κατά μέρος την Παιδεία και άλλους
κρίσιμους τομείς όπου η μανία να χαμηλώνουν τον πήχυ συνδυάζεται με μια
ασύλληπτη διαχειριστική ανεπάρκεια. Ας πούμε ότι αυτά διορθώνονται. Με κόπο και
χρόνο. Αλλά διορθώνονται.
Δύο φαινόμενα θα πάρει πολύ χρόνο να θεραπευθούν. Και έχουν μπολιάσει πολύ
βαθιά την ελληνική κοινωνία. Το ένα έχει να κάνει με τον κυνισμό και την απαξία
που έχουν καλλιεργηθεί απέναντι σε θεσμούς και αξίες. Αυτό το «ό,τι να ’ναι,
αρκεί να κάνουμε τη δουλειά μας» έχει νεκρώσει τα λίγα ζωντανά κύτταρα
ευπρέπειας και θεσμικής λειτουργίας που είχαν απομείνει στο νεοελληνικό μας
DNA.
Οταν η κορυφή φέρεται και μιλάει έτσι από τον άμβωνα της εξουσίας, το
μήνυμα πάει παντού. Δηλώσεις, βρισιές, απειλές που θεωρούνταν ταμπού από το
1974 και μετά, ακόμη και το οριακό 1989, έχουν γίνει ρουτίνα.
Το δεύτερο που δύσκολα θα ξεπεράσουμε είναι ο διχασμός και η ροπή προς την
ακρότητα. Εχει στείλει πολύ κόσμο στα άκρα το τρέχον πολιτικό σκηνικό, από τον
Αρχιεπίσκοπο έως μετριοπαθείς διανοούμενους και πολιτικούς.
Αυτή θα είναι η βασικότερη και πιο δύσκολη αποστολή των... επομένων. Να
δείξουν εμπράκτως σε έναν εξαθλιωμένο λαό ότι υπάρχει και άλλος δρόμος, άλλα
ήθη, και να ενώσουν μια κοινωνία που δεν ήταν ποτέ τόσο διχασμένη και
κατακερματισμένη.